μεσουράνηση — (Αστρον.). Η διέλευση ενός αστέρα από τον ουράνιο μεσημβρινό ενός παρατηρητή. Εξαιτίας της περιστροφής της Γης το φαινόμενο συμβαίνει δύο φορές την ημέρα, μόνο όμως στην περίπτωση των αειφανών αστέρων μπορούν να παρατηρηθούν και οι δύο μ. Ο… … Dictionary of Greek
μεσουράνηση — η το μεσουράνημα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσουρανήσηι — μεσουράνησις culmination fem dat sg (epic) μεσουρανήσῃ , μεσουρανέω to be in mid heaven aor subj mid 2nd sg μεσουρανήσῃ , μεσουρανέω to be in mid heaven aor subj act 3rd sg μεσουρανήσῃ , μεσουρανέω to be in mid heaven fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονύκτιο — και μεσονύχτι, το (ΑM μεσονύκτιον και μεσανύκτιον, Μ και μεσονύχτιον) το μέσο τής νύχτας, η δωδέκατη νυκτερινή ώρα, τα μεσάνυχτα («καὶ ἐκοιμήθη Σαμψὼν ἕως μεσονυκτίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (ειδικά στην αλληγορική φρασεολογία τών τεκτόνων) το τέρμα τής … Dictionary of Greek
οκτάς — (I) ο αστρον. α) παλαιό αστρονομικό όργανο με το οποίο μετρούσαν το ύψος τών αστέρων κατά τη μεσουράνησή τους β) ως κύριο όν. ο Οκτάς αστερισμός τού νότιου ημισφαιρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. octant < λατ. octans, ntis «οκταμερές όργανο» < λατ … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
συμμεσουράνησις — ήσεως, ἡ, Α [συμμεσουρανῶ] (για αστέρα) ταυτόχρονη μεσουράνηση … Dictionary of Greek
μεσουράνημα — το, ατος και μεσουράνηση, η 1. το να βρίσκεται στη μέση του ουρανού ο ήλιος ή τα αστέρια: Το μεσημέρι ο ήλιος φτάνει στο μεσουράνημά του. 2. μτφ., το αποκορύφωμα της δράσης, της δόξας, της ακμής: Η πόλη εκείνη την εποχή βρισκόταν στο μεσουράνημά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)